μειλινος

μειλινος
    μείλινος
    μείλῐνος
    I
    3
    эп. = μέλινος См. μελινος
    II
    2
    Eur. = μειλίχιος См. μειλιχιος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μειλινος" в других словарях:

  • μείλινος — μείλινος, ίνη, ον (Α) βλ. μέλινος (II) …   Dictionary of Greek

  • μείλινος — μέλινος masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλινος — (I) μέλινος, ὁ (Α) το φυτό μελίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελίνη* με αλλαγή γένους]. (II) η ο (Α μέλινος και μελίνεος και μείλινος, ίνη, ον) αυτός που είναι κατασκευασμένος από ξύλο μελίας («ὁ δ ἀνέσχετο μείλινον ἔγχος Τληπόλεμος», Ομ. Ιλ …   Dictionary of Greek

  • smel-2 —     smel 2     English meaning: gray     Deutsche Übersetzung: “grau, staubfarben”?     Material: Gk. μελίη “ash tree; spear, javelin from Eschenholz” (ἐυμμελίης “with a guten Eschenspeer bewaffnet”), μέλινος, μείλινος “eschen” (*[σ]μελF ιᾱ,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»